- θετικός
- -ή, -ό (ΑΜ θετικός, -ή, -όν)1. βεβαιωτικός, καταφατικός («θετική απάντηση»)2. το ουδ. ως ουσ. το θετικό(ν)ο πρώτος βαθμός τών επιθέτων και τών επιρρημάτων από τον οποίο σχηματίζονται ο συγκριτικός και ο υπερθετικός3. φρ. γραμμ. «θετικός βαθμός» — το θετικόνεοελλ.1. συγκεκριμένος, πραγματικός, βέβαιος («δεν έχουμε τίποτε θετικό ακόμη»)2. (για πρόσ.) αυτός στον οποίο μπορεί να βασιστεί κανείς, σταθερός («θετικός άνθρωπος»)3. αυτός που βρίσκεται πάνω από τη θέση ή τη στάθμη τού μηδενός ή που αυξάνεται πέρα από το μηδενικό μέγεθος τής ίδιας φύσης και ο οποίος φέρει το πρόσημο +, ο μη αρνητικός (α. «θετικός αριθμός» β. «θετικός βαθμός» γ. «θετικό μέγεθος» δ. «θετική θερμοκρασία» ε. «θετική επιτάχυνση» — στ. «θετική γωνία»4. φυσ. α) αυτός που έχει λιγότερα ηλεκτρόνια από όσα προβλέπονται στην κατάσταση τής ηλεκτρικής ουδετερότητας και, συνεπώς, ασκεί ελκτικές δυνάμεις πάνω στα ηλεκτρόνια (α. «θετικό φορτίο» β. «θετικό ιόν»)β) (για σημείο ή μέρος ηλεκτρ. κυκλώματος) αυτός που έχει ανώτερο δυναμικό από άλλον παρόμοιο θεωρούμενον ως σημείο αναφοράς (α. «θετικό δυναμικό» β. «θετικό ηλεκτρόδιο» γ. «θετικός πόλος»)5. φρ. α) «θετικός πόλος μαγνήτη» — ο πόλος τού μαγνήτη στον οποίο η έλξη αντικειμένων από σίδηρο ή χάλυβα είναι μέγιστη, ο βόρειος πόλοςβ) «θετικές επιστήμες» — οι φυσικές, οι τεχνικές και οι μαθηματικές επιστήμες, σε αντιδιαστολή προς τις επιστήμες τού ανθρώπουγ) «θετική φιλοσοφία» — ο θετικισμόςδ) «θετικό αποτέλεσμα εξέτασης»ιατρ. το αποτέλεσμα ανάλυσης ή εξέτασης που αποδεικνύει ότι ο αναζητούμενος παράγοντας υπάρχει στον οργανισμόε) (φωτογρ.) «θετική εικόνα» — η εικόνα που παράγεται από το αρνητικό φιλμ, με επαφή ή μεγέθυνση, και αποδίδει το φωτογραφιζόμενο αντικείμενο όπως είναι στην πραγματικότηταστ) «θετικό δίκαιο»(νομ.) το δίκαιο που ισχύει σε ορισμένη στιγμή σε μια ορισμένη πολιτεία, σε αντιδιαστολή προς το φυσικό δίκαιομσν.1. επουσιώδης2. ανάμικτοςαρχ.1. ικανός, αρμόδιος στο να ορίζει, να καθορίζει κάτι («ὀνομάτων θετικός», Δίον. Αλ.)2. (για νόμους) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υιοθεσία3. συζητήσιμος, αμφισβητήσιμος4. αυθαίρετος.επίρρ...θετικώς και -ά (ΑΜ θετικῶς)με τρόπο θετικό2. βεβαιωτικά, καταφατικάαρχ.1. αρμόδια, κατάλληλα.[ΕΤΥΜΟΛ. θετ-ικός < θετός < τίθημι].
Dictionary of Greek. 2013.